- γύρος
- Ονομασία δύο οικισμών.
1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 18 κάτ.) του νομού Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νικηφόρου.
2. Οικισμός (46 κάτ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρχαίας Ολυμπίας.
* * *ο (Α γῡρος, Μ γύρος)1. κύκλος, περιφέρεια, περίμετρος2. κάθε κυκλοτερές πράγμα3. περιστροφή, περιφορά4. περιοδεία, περίπατοςνεοελλ.φρ.1. «τρεις στον γύρο» — μεταξύ τους2. «τά φέρνω γύρο» — τά καταφέρνω με κάποια δυσκολία, κυρίως στους όρους διαβίωσης.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γύρος ανάγεται σε IE* gū «λυγίζω, κάμπτω, κυρτώνω» με παρέκταση σε -ρ-.ΠΑΡ. γυρώαρχ.γυραλέος μσν. γυρίν, γύρωθενμσν.- νεοελλ.γυράζω, γυρίζω, γύροθεννεοελλ.γύρα επίρρ., γύρο, γύρω.ΣΥΝΘ. αρχ. γυρητόμος, γυροδρόμος, γυροειδήςνεοελλ.γυροβολώ, γυρογυριά, γυρολόγος, γυρομαντεία, γυρομάντης, γυρόμετρο, γυροπατώ, γυροπετώ, γυροπόδι, γυροπυξίδα, γυροσκέπαστος, γυροσκόπιο, γυροστάτης, γυροσφόνδυλος, γυροτείχιστος, γυροτρίγυρα, γυροτριγυρίζω, γυροτριγύρω, γυροτρόπιο, γυροφέρνω, γυροφούστανο].
Dictionary of Greek. 2013.